Υπογονιμότητα είναι η αδυναμία ενός ζευγαριού να πετύχει εγκυμοσύνη μετά από ένα έτος συνεχούς προσπάθειας ( ελεύθερες και τακτικές επαφές ). Υπάρχουν πολλά αίτια – βιολογικά και μη – που προκαλούν υπογονιμότητα.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ) ορίζει την υπογονιμότητα ως εξής:
Υπογονιμότητα είναι «η νόσος του αναπαραγωγικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα σύλληψης και επιτυχούς κλινικής εγκυμοσύνης μετά από την πάροδο δωδεκάμηνης ελεύθερης σεξουαλικής δραστηριότητας και χωρίς να υπάρχει άλλη προφανής αιτία για αυτό, όπως θηλασμός, λοχεία, αμηνόρροια – απώλεια περιόδων)
Η υπογονιμότητα διακρίνεται σε πρωτοπαθή υπογονιμότητα και δευτεροπαθή υπογονιμότητα :Πρωτοπαθής υπογονιμότητα είναι αυτή που αναφέρεται στο ζευγάρι που δεν έχει πετύχει εγκυμοσύνη ποτέ πριν.
Δευτεροπαθής υπογονιμότητα είναι η δυσκολία στην επίτευξη εγκυμοσύνης για ένα ζευγάρι που έχει πετύχει εγκυμοσύνη στο παρελθόν, ασχέτως αν έχει παιδιά ή όχι, με τους νυν ή άλλους συντρόφους.
Από τα ζευγάρια που προσπαθούν για εγκυμοσύνη, ένα στα επτά μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στο να αποκτήσει παιδί. Τα ποσοστά υπογονιμότητας έχουν αυξηθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες . Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση του μέσου όρου της ηλικίας των γυναικών – και δευτερευόντως των ανδρών -που προσπαθούν. Περίπου το 40% των προβλημάτων σχετίζονται με προβλήματα που αφορούν τον αντρικό παράγοντα, 40% αφορούν γυναικείους παράγοντες και ένα 20% οφείλεται σε προβλήματα που αφορούν και τους δύο συντρόφους .
Όταν ενοχοποιείται η γυναίκα για την αιτία της υπογονιμότητας του ζεύγους, τότε κάνουμε λόγο για γυναικείο παράγοντα υπογονιμότητας .
Μετά τη λήψη ενός λεπτομερούς ατομικού , οικογενειακού , γυναικολογικού και μαιευτικού ιστορικού ακολουθεί η διερεύνηση του γυναικείου παράγοντα γονιμότητας μέσω ιατρικών εξετάσεων.
Η πρώτη ¨στάση¨ στην διερεύνηση αυτή είναι το γυναικολογικό – διακολπικό υπερηχογράφημα για να αξιολογηθούν τα εσωτερικά γυναικεία γεννητικά όργανα , η μήτρα , το ενδομήτριο( το ενδότερο τμήμα της μήτρας όπου γίνεται η εμφύτευση του εμβρύου), οι ωοθήκες κλπ.
Με το διακολπικό υπερηχογράφημα ο ειδικός ιατρός γονιμότητας δύναται να διαγνώσει και παθολογίες (διογκωμένες σάλπιγγες, υδροσάλπιγγες κλπ) ή μη των σαλπίγγων , που σε φυσιολογικές συνθήκες δεν οφείλουν να απεικονίζονται στο γυναικολογικό υπερηχογράφημα. Ενώ πολύ σημαντική για την αξιολόγηση της γονιμότητας της γυναίκας είναι και η καταμέτρηση των αρχέγονων θυλακίων (μελλοντικές ωορρηξίες) σε αμφότερες τις ωοθήκες.
Ο βασικός ορμονικός έλεγχος που θα δώσει πληροφορίες στο ειδικό ιατρό γονιμότητας για την βιολογική ηλικία των ωοθηκών αφορά τη μέτρηση των ορμονών FSH, LH, οιστραδιόλη (E2), και γίνεται από την 2η έως την 3η ημέρα του έμμηνου κύκλου. Επίσης ελέγχονται οι θυρεοειδικές ορμόνες FT4, FT3, TSH, Anti-tpo, Anti-tg αλλά και άλλες ορμόνες που θα κρίνει ο ειδικός ιατρός γονιμότητας αναλόγως του ιστορικού όπως προλακτίνη (PRL),προγεστερόνη (PRG),DHEA, κορτιζόλη κ.α
Η πιο εξειδικευμένη ορμόνη σήμερα είναι η Αnti Mullerian Hormone (AMH). Η μέτρηση της τιμής της γίνεται σε οποιαδήποτε μέρα του έμμηνου κύκλου και είναι ο πιο αξιόπιστος δείκτης των αποθεμάτων των ωοθηκών σε ωάρια. Μας δίνει δηλαδή πληροφορίες για την ποσότητα των εναπομείναντων ωαρίων στις ωοθήκες. Η τιμή της ΑΜΗ μειώνεται όσο η γυναίκα μεγαλώνει διότι με τη πάροδο του χρόνου μειώνονται τα ωοθυλάκια στις ωοθήκες της , μειώνεται δηλαδή η γονιμότητά της . Αξίζει εδώ να αναφερθεί πως η μέτρηση της ΑΜΗ δίνει στον ειδικό ιατρό γονιμότητας πληροφορίες για τη ποσότητα των ωοθυλακίων και όχι για τη ποιότητά τους , που επίσης φθίνει όσο η γυναίκα μεγαλώνει.
Η υστεροσαλπιγγογραφία ( HSG ) είναι εξειδικευμένη ακτινολογική εξέταση. Κατά τη διάρκεια της σαλπιγγογραφίας, απεικονίζονται η μήτρα και οι σάλπιγγες, ελέγχοντας έτσι ανωμαλίες της κοιλότητας της μήτρας( ινομυώματα, διάφραγμα , συμφύσεις κλπ) και την ύπαρξη ανωμαλιών των σαλπίγγων (διάταση και απόφραξη του αυλού τους, συμφύσεις κλπ) , βασικές δηλαδή αιτίες της γυναικείας υπογονιμότητας. Η HSG πρέπει να γίνεται πάντοτε στο α΄ μισό του κύκλου της γυναίκας, δηλαδή αμέσως μετά το τέλος μιας περιόδου. Πολλές γυναίκες τρομοκρατούνται στο άκουσμα της HSG διότι “έχουν ακούσει” από φίλες ότι ήταν επίπονη διαδικασία. Η εξέταση μπορεί να προκαλέσει ήπιες/μέτριες ενοχλήσεις που μοιάζουν με τους πόνους της περιόδου, αλλά έχουν μικρή διάρκεια. Ο ιατρός θα σας προτείνει τη λήψη κάποιου αναλγητικού πριν την υστεροσαλπιγγογραφία και πιθανώς τη λήψη αντιβιοτικών για τη πρόληψη πιθανών λοιμώξεων.
Σε περίπτωση υπερηχογραφικής ή υστεροσαλπιγγικής ένδειξης για περαιτέρω διερεύνηση της κοιλότητας της μήτρας ή μετά από πολλαπλές αποτυχημένες προσπάθειες εξωσωματικής προτείνεται όπως διενεργηθεί υστεροσκοπικός έλεγχος. Η υστεροσκόπηση είναι μικρής διάρκειας εξέταση, αντίστοιχη της κολονοσκόπησης για το παχύ έντερο, που διενεργείται στο α’ μισό του κύκλου της γυναίκας , χορηγώντας ήπια μέθη ( είδος αναισθησίας). Με την υστεροσκόπηση ελέγχονται με ακρίβεια το κανάλι του τραχήλου, η κοιλότητα της μήτρας αλλά και τα σαλπιγγικά στόμια που βρίσκονται στη κοιλότητα της μήτρας, ενώ όλη η διαδικασία ταυτόχρονα καταγράφεται. Η υστεροσκόπηση μας παρέχει τη δυνατότητα της επί τόπου διόρθωσης τυχόν ευρημάτων ( πολύποδας ενδομητρίου, συμφύσεις τραχήλου και ενδομητρίου, διάφραγμα μήτρας κλπ).
Η λαπαροσκόπηση, είναι η legeartis εξέταση στη διάγνωση της υπογονιμότητας (ανεξήγητης ή οφειλόμενης σε πυελικές παθήσεις π.χ συμφύσεις, ενδομητρίωση) διενεργείται είτε για τη διαπίστωση του προβλήματος υπογονιμότητας – διαγνωστική λαπαροσκόπηση-είτε για τη θεραπεία του προβλήματος υπογονιμότητας π.χ της ενδομητρίωσης. Πιο συγκεκριμένα λαπαροσκοπικά είναι εφικτή η αντιμετώπιση παθολογιών :
Μέσω της μεθόδου της λαπαροσκόπησης , ελέγχεται εκτενώς, σε μεγέθυνση ολόκληρη η πύελος , δίνοντας έτσι, στον ειδικό γονιμότητας – εξειδικευμένο στη λαπαροσκοπική χειρουργική- την ευκαιρία της διάγνωσης και αποκατάστασης παθολογιών που δύσκολα ανευρίσκονται με άλλες μεθόδους ( π.χ γυναικολογικό υπερηχογράφημα ) όπως είναι η παρουσία ενδομητριωσικών εστιών π.χ στο έντερο ή σε άλλα σημεία της ελάσσονος πυέλου.
Γενικές εξετάσεις όπως γενική αίματος, σάκχαρο, γενική ούρων, εξέταση κολπικού επιχρίσματος κ.α. θα κρίνει ο ειδικός ιατρός γονιμότητας τη χρησιμότητά τους ανάλογα των όσων προκύπτουν από το ιστορικό.
Περαιτέρω εξειδικευμένες εξετάσεις όπως καρυότυπος λεμφοκυττάρων, μοριακός έλεγχος ινοκυστικής νόσου, APCR (αντίσταση στη πρωτεΐνη C), ΑΤ III (αντιθρομβίνη ΙΙΙ), πρωτεΐνη S, πρωτεΐνη C , αντιπηκτικό λύκου (LAC), αντιπυρηνικά αντισώματα, αντιμικροσωμιακά αντισώματα, ρευματοειδής παράγων, αντισώματα καρδιολιπίνης IGG και IGM, NK cells, γονίδιο 1691G, παράγοντας πήξης FV ( Leiden), γονίδιο 20210G, προθρομβίνης F (II), γονίδιο (MTHFR 677C) ομοκυστείνης, γονίδιο γλυκοπρωτεϊνης 1a (GP1a), μετάλλαξη PAI-1, διενεργούνται ανάλογα με το ιστορικό της ασθενούς.